μεγαλοψυχίαν

μεγαλοψυχίαν
μεγαλοψῡχίᾱν , μεγαλοψυχία
greatness of soul
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • великодоушиѥ — ВЕЛИКОДОУШИ|Ѥ (5), ˫А с. Душевное благородство: ка˫а бо полза иже б҃атьство имаши много. и толико подаѥши. ˫ако се кто ѡ(т) почины каплю подаеть. и ни вдовицѣ жены великод҃шию поревноуѥши. (μεγαλοψυχίαν) ПНЧ 1296, 65 об.; много оубо оц҃а селевка… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μεγαλοψυχία — και μεγαλοψυχιά, η (ΑM μεγαλοψυχία, Α ιων. τ. μεγαλοψυχίη, Μ και μεγαλοψυχιά) [μεγαλόψυχος] η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού μεγαλόψυχου, μεγαλείο ψυχής, υψηλό φρόνημα, γενναιοφροσύνη νεοελλ. συνεκδ. καρτερικότητα, υπομονητικότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”